- σταυλάρχης
- Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι φεουδάρχες κατά τα πρότυπα των βασιλιάδων είχαν και αυτοί τους προσωπικούς τους σ. Το 13o αι. ο σ. ήταν ο στρατιωτικός σύμβουλος του βασιλιά και στη διάρκεια της απουσίας του, αρχηγός των βασιλικών ιπποτών. Στα τέλη του 14ου αι. έγινε ο μοναδικός αρχιστράτηγος του στρατού και ταυτόχρονα ο πρόεδρος του δικαστηρίου του αρμόδιου να δικάζει τους στρατιωτικούς. Το αξίωμα αυτό καταργήθηκε από το Ρισελιέ. Αργότερα ο Ναπολέων το απένειμε στον αδελφό του Λουδοβίκο. Οριστικά ο τίτλος του σ. καταργήθηκε με την παλινόρθωση.
* * *ο, Νβλ. σταβλάρχης.
Dictionary of Greek. 2013.